Πέμπτη 2 Απριλίου 2009

ΞΕΝΟΦΩΝΤΟΣ / Περι Ηρακλεους

2.1.21] καὶ Πρόδικος δὲ ὁ σοφὸς ἐν τῷ συγγράμματι τῷ περὶ Ἡρα-κλέους, ὅπερ δὴ καὶ πλείστοις ἐπιδείκνυται, ὡσαύτως περὶτῆς ἀρετῆς ἀποφαίνεται, ὧδέ πως λέγων, ὅσα ἐγὼ μέμνημαι.φησὶ γὰρ Ἡρακλέα, ἐπεὶ ἐκ παίδων εἰς ἥβην ὡρμᾶτο, ἐν ᾗοἱ νέοι ἤδη αὐτοκράτορες γιγνόμενοι δηλοῦσιν εἴτε τὴν δι’ἀρετῆς ὁδὸν τρέψονται ἐπὶ τὸν βίον εἴτε τὴν διὰ κακίας,ἐξελθόντα εἰς ἡσυχίαν καθῆσθαι ἀποροῦντα ποτέραν τῶνὁδῶν τράπηται· [2.1.22] καὶ φανῆναι αὐτῷ δύο γυναῖκας προσιέναιμεγάλας, τὴν μὲν ἑτέραν εὐπρεπῆ τε ἰδεῖν καὶ ἐλευθέριονφύσει, κεκοσμημένην τὸ μὲν σῶμα καθαρότητι, τὰ δὲ ὄμματααἰδοῖ, τὸ δὲ σχῆμα σωφροσύνῃ, ἐσθῆτι δὲ λευκῇ, τὴν δ’ἑτέραν τεθραμμένην μὲν εἰς πολυσαρκίαν τε καὶ ἁπαλότητα,κεκαλλωπισμένην δὲ τὸ μὲν χρῶμα ὥστε λευκοτέραν τε καὶἐρυθροτέραν τοῦ ὄντος δοκεῖν φαίνεσθαι, τὸ δὲ σχῆμα ὥστεδοκεῖν ὀρθοτέραν τῆς φύσεως εἶναι, τὰ δὲ ὄμματα ἔχεινἀναπεπταμένα, ἐσθῆτα δὲ ἐξ ἧς ἂν μάλιστα ὥρα διαλάμποι·κατασκοπεῖσθαι δὲ θαμὰ ἑαυτήν, ἐπισκοπεῖν δὲ καὶ εἴ τιςἄλλος αὐτὴν θεᾶται, πολλάκις δὲ καὶ εἰς τὴν ἑαυτῆς σκιὰνἀποβλέπειν. [2.1.23] ὡς δ’ ἐγένοντο πλησιαίτερον τοῦ Ἡρακλέους,τὴν μὲν πρόσθεν ῥηθεῖσαν ἰέναι τὸν αὐτὸν τρόπον, τὴν δ’ἑτέραν φθάσαι βουλομένην προσδραμεῖν τῷ Ἡρακλεῖ καὶεἰπεῖν· Ὁρῶ σε, ὦ Ἡράκλεις, ἀποροῦντα ποίαν ὁδὸν ἐπὶτὸν βίον τράπῃ. ἐὰν οὖν ἐμὲ φίλην ποιησάμενος, [ἐπὶ] τὴνἡδίστην τε καὶ ῥᾴστην ὁδὸν ἄξω σε, καὶ τῶν μὲν τερπνῶνοὐδενὸς ἄγευστος ἔσει, τῶν δὲ χαλεπῶν ἄπειρος διαβιώσῃ.[2.1.24] πρῶτον μὲν γὰρ οὐ πολέμων οὐδὲ πραγμάτων φροντιεῖς,ἀλλὰ σκοπούμενος †διέσῃ τί ἂν κεχαρισμένον ἢ σιτίον ἢποτὸν εὕροις, ἢ τί ἂν ἰδὼν ἢ ἀκούσας τερφθείης ἢ τίνωνὀσφραινόμενος ἢ ἁπτόμενος, τίσι δὲ παιδικοῖς ὁμιλῶν μάλιστ’ἂν εὐφρανθείης, καὶ πῶς ἂν μαλακώτατα καθεύδοις, καὶ πῶςἂν ἀπονώτατα τούτων πάντων τυγχάνοις. [2.1.25] ἐὰν δέ ποτεγένηταί τις ὑποψία σπάνεως ἀφ’ ὧν ἔσται ταῦτα, οὐ φόβοςμή σε ἀγάγω ἐπὶ τὸ πονοῦντα καὶ ταλαιπωροῦντα τῷ σώματικαὶ τῇ ψυχῇ ταῦτα πορίζεσθαι, ἀλλ’ οἷς ἂν οἱ ἄλλοι ἐργά-ζωνται, τούτοις σὺ χρήσῃ, οὐδενὸς ἀπεχόμενος ὅθεν ἂνδυνατὸν ᾖ τι κερδᾶναι. πανταχόθεν γὰρ ὠφελεῖσθαι τοῖςἐμοὶ συνοῦσιν ἐξουσίαν ἐγὼ παρέχω. [2.1.26] καὶ ὁ Ἡρακλῆς ἀκού-σας ταῦτα, Ὦ γύναι, ἔφη, ὄνομα δέ σοι τί ἐστιν; ἡ δέ,Οἱ μὲν ἐμοὶ φίλοι, ἔφη, καλοῦσί με Εὐδαιμονίαν, οἱ δὲμισοῦντές με ὑποκοριζόμενοι ὀνομάζουσι Κακίαν. [2.1.27] καὶ ἐντούτῳ ἡ ἑτέρα γυνὴ προσελθοῦσα εἶπε· Καὶ ἐγὼ ἥκω πρὸςσέ, ὦ Ἡράκλεις, εἰδυῖα τοὺς γεννήσαντάς σε καὶ τὴν φύσιντὴν σὴν ἐν τῇ παιδείᾳ καταμαθοῦσα, ἐξ ὧν ἐλπίζω, εἰ τὴνπρὸς ἐμὲ ὁδὸν τράποιο, σφόδρ’ ἄν σε τῶν καλῶν καὶ σεμνῶνἀγαθὸν ἐργάτην γενέσθαι καὶ ἐμὲ ἔτι πολὺ ἐντιμοτέραν καὶἐπ’ ἀγαθοῖς διαπρεπεστέραν φανῆναι. οὐκ ἐξαπατήσω δέσε προοιμίοις ἡδονῆς, ἀλλ’ ᾗπερ οἱ θεοὶ διέθεσαν τὰ ὄνταδιηγήσομαι μετ’ ἀληθείας. [2.1.28] τῶν γὰρ ὄντων ἀγαθῶν καὶ καλῶνοὐδὲν ἄνευ πόνου καὶ ἐπιμελείας θεοὶ διδόασιν ἀνθρώποις,ἀλλ’ εἴτε τοὺς θεοὺς ἵλεως εἶναί σοι βούλει, θεραπευτέοντοὺς θεούς, εἴτε ὑπὸ φίλων ἐθέλεις ἀγαπᾶσθαι, τοὺς φίλουςεὐεργετητέον, εἴτε ὑπό τινος πόλεως ἐπιθυμεῖς τιμᾶσθαι, τὴνπόλιν ὠφελητέον, εἴτε ὑπὸ τῆς Ἑλλάδος πάσης ἀξιοῖς ἐπ’ἀρετῇ θαυμάζεσθαι, τὴν Ἑλλάδα πειρατέον εὖ ποιεῖν, εἴτεγῆν βούλει σοι καρποὺς ἀφθόνους φέρειν, τὴν γῆν θεραπευ-τέον, εἴτε ἀπὸ βοσκημάτων οἴει δεῖν πλουτίζεσθαι, τῶνβοσκημάτων ἐπιμελητέον, εἴτε διὰ πολέμου ὁρμᾷς αὔξεσθαικαὶ βούλει δύνασθαι τούς τε φίλους ἐλευθεροῦν καὶ τοὺςἐχθροὺς χειροῦσθαι, τὰς πολεμικὰς τέχνας αὐτάς τε παρὰτῶν ἐπισταμένων μαθητέον καὶ ὅπως αὐταῖς δεῖ χρῆσθαιἀσκητέον· εἰ δὲ καὶ τῷ σώματι βούλει δυνατὸς εἶναι, τῇγνώμῃ ὑπηρετεῖν ἐθιστέον τὸ σῶμα καὶ γυμναστέον σὺνπόνοις καὶ ἱδρῶτι. [2.1.29] καὶ ἡ Κακία ὑπολαβοῦσα εἶπεν, ὥςφησι Πρόδικος· Ἐννοεῖς, ὦ Ἡράκλεις, ὡς χαλεπὴν καὶμακρὰν ὁδὸν ἐπὶ τὰς εὐφροσύνας ἡ γυνή σοι αὕτη διηγεῖ-ται; ἐγὼ δὲ ῥᾳδίαν καὶ βραχεῖαν ὁδὸν ἐπὶ τὴν εὐδαιμονίανἄξω σε.


Μτφρ. Κ. Βάρναλης. [1939] χ.χ. Ξενοφών. Απομνημονεύματα. Εισαγωγή, μετάφραση, σχόλια. Ι–ΙΙ. Αθήνα: Ζαχαρόπουλος.
Και ο Πρόδικος δε ο σοφός εις το σύγγραμμά του περί του Ηρακλέους, το οποίον δα και εις πάρα πολλούς επιδεικνύεται, ομοίως περί της αρετής αποφαίνεται, λέγων περίπου εξής, καθ' όσον εγώ ενθυμούμαι· λέγει δηλ. περί του Ηρακλέους, ότε εκ της παιδικής ηλικίας μετέβαινε πλήρης ορμής εις την εφηβικήν, εν τη οποία πλέον οι νέοι γενόμενοι αυτεξούσιοι φανερώνουν είτε αν θα τραπούν την οδόν που διά της αρετής φέρει εις τον βίον είτε την οδόν της κακίας, αφού εξήλθεν εις μέρος ήσυχον εκάθισεν απορών ποίαν εκ των δύο οδών να τραπή· και εφάνη εις αυτόν, ότι τον επλησίασαν δύο γυναίκες επιβλητικαί, η μεν μία εκ των δύο ευπρεπής την όψιν και εκ φύσεως ευγενής, κοσμημένη κατά μεν το σώμα υπό καθαρότητος κατά δε τους οφθαλμούς υπό της αιδούς κατά δε την στάσιν υπό σωφροσύνης, με εσθήτα δε λευκήν, η δε άλλη καλοθρεμμένη, ώστε να είναι πολύσαρκος και μαλθακή, καλλωπισμένη δε κατά μεν το χρώμα τοιουτοτρόπως, ώστε λευκοτέρα και ερυθροτέρα αφ' όσον ήτο πράγματι να φαίνεται, κατά δε την στάσιν τοιουτοτρόπως, ώστε να φαίνεται, ότι είναι υψηλοτέρα παρ' όσον ήτο εκ φύσεως, τους δε οφθαλμούς είχεν υψηλά, εσθήτα δε τοιαύτην έφερε διά μέσου της οποίας όσον το δυνατόν περισσότερον να διαλάμπη το νεανικόν της κάλλος· παρετήρει προσεκτικώς δε συχνά πέριξ αυτής, εξήταζε δε, και αν κανείς άλλος την έβλεπε, πολλές φορές δε έρριπτε βλέμματα και εις την σκιάν της. Άμα δε έφθασαν πλησιέστερον του Ηρακλέους, εκείνη μεν, που είπαμε πρώτην, επροχώρει με το ίδιο βήμα, η δε άλλη, επειδή ήθελε να προλάβη, έτρεξεν εμπρός προς τον Ηρακλέα και είπε· Σε βλέπω, ω Ηρακλή, ν'απορής ποίον δρόμον να λάβης διά την ζωήν σου. Εάν, λοιπόν, κάμης εμέ φίλην σου, θα σε οδηγήσω εις πλέον ευχάριστον και εύκολον δρόμον, και από μεν τα τερπνά κανέν δεν θα υπάρξη, που να μη το γευθής, χωρίς δε να δοκιμάσης δυσκολίας, θα περάσης όλην σου την ζωήν. Διότι πρώτον μεν ούτε διά πολέμους ούτε δι' ενοχλήσεις θα φροντίζης, αλλά θα διάγης αναζητών τι ευχάριστον ή τρόφιμον ή ποτόν δύνασαι να εύρης ή, τι, αφού ιδής ή ακούσης, θέλεις αισθανθή τέρψιν, ή ποία πράγματα οσφραινόμενος ή εγγίζων θέλεις ευχαριστηθή, με ποία δε παιδιά συναναστρεφόμενος ερωτικώς περισσότερον θέλεις ευφρανθή και με ποίον τρόπον θα κοιμάσαι μαλακώτατα και με ποίον τρόπον εντελώς άνευ κόπου όλα αυτά θέλεις επιτυγχάνει. Εάν δε κάποτε υπάρξη υπόνοια περί ελλείψεως όλων των μέσων, εξ αιτίας των οποίων θα έχης ταύτα τα αγαθά, δεν υπάρχει φόβος μήπως σε οδηγήσω εις το να εξοικονομής ταύτα κοπιάζων και ταλαιπωρούμενος και κατά το σώμα και κατά την ψυχήν, αλλ' όσα οι άλλοι εργάζονται, ταύτα εσύ θα χρησιμοποιής χωρίς να απέχης από τίποτε, από το οποίον θα ήτο δυνατόν να κερδίσης κάτι. Διότι εγώ παρέχω εις τους μαθητάς μου την δύναμιν από παντού να ωφελούνται. Και ο Ηρακλής, αφού τα ήκουσεν αυτά· Ω γυναίκα, είπε, αλλά ποίον είναι το όνομά σου; ―Οι μεν ιδικοί μου φίλοι, είπε, με ονομάζουν Ευδαιμονίαν, εκείνοι δε, που με μισούν, με ονομάζουν Κακίαν. Και εν τω μεταξύ η άλλη γυνή πλησιάσασα είπε· και εγώ ήλθα προς σε, ω Ηρακλή, επειδή ηξεύρω και εκείνους, που σ' εγέννησαν και ενόησα εντελώς την ευφυίαν σου εις την μάθησιν και εξ αυτών σχηματίζω την ελπίδα, ότι, εάν τραπής τον προς το μέρος μου δρόμον, θα γίνης πάρα πολύ καλός εργάτης των καλών και σεμνών έργων και εγώ ακόμη περισσότερον εντιμοτέρα και διαπρεπεστέρα θα αναδειχθώ διά τας αγαθάς πράξεις σου. Δεν θα σε εξαπατήσω δε με προοίμια ευχάριστα, αλλά καθώς οι θεοί διέταξαν τα πράγματα, θα τα διηγηθώ με αλήθειαν. Διότι από τα πραγματικώς αγαθά και καλά τίποτε οι θεοί δεν δίδουν άνευ κόπου και φροντίδος εις τους ανθρώπους, αλλ' εάν θέλης να σου είναι ευσπλαχνικοί οι θεοί, πρέπει να τους τιμάς, εάν θέλης υπό των φίλων να αγαπάσαι, πρέπει να ευεργετής τους φίλους, εάν επιθυμής να τιμάσαι από καμμίαν πόλιν, πρέπει να ωφελήσης την πόλιν, εάν από όλην την Ελλάδα έχεις την αξίωσιν να θαυμάζεσαι διά την αρετήν σου, πρέπει να προσπαθής να ευεργετής την Ελλάδα, και εάν θέλης η γη να σου δίνη καρπούς αφθόνους, πρέπει να καλλιεργής την γην, και εάν νομίζης, ότι πρέπει να πλουτίζης από βοσκήματα, πρέπει να περιποιήσαι τα βοσκήματα, και εάν διά πολέμου έχης ορμήν να μεγαλυνθής και θέλεις να ημπορής και τους φίλους να ελευθερώνης και τους εχθρούς να υποτάσσης, πρέπει και αυτάς τας πολεμικάς τέχνας να μάθης από εκείνους που τας ηξεύρουν καλώς και πρέπει να ασκήσαι πώς να τας χρησιμοποιής· εάν δε θέλης και κατά το σώμα να είσαι δυνατός πρέπει να συνηθίσης το σώμα να υπηρετή εις την σκέψιν και να το γυμνάσης με κόπους και ιδρώτα. Και η Κακία λαμβάνουσα τον λόγον, είπε, καθώς λέγει ο Πρόδικος· Εννοείς, ω Ηρακλή, ότι η γυνή αυτή σου διηγείται δρόμον διά τας ευφροσύνας δύσκολον και μακρόν; Εγώ δε θα σε οδηγήσω εις την ευδαιμονίαν με δρόμον εύκολον και σύντομον.

Σάββατο 28 Φεβρουαρίου 2009

ΠΥΘΑΓΟΡΟΥ Χρυσά Έπη

" Κρατείν δε εθίζεο τώνδε,
γαστρός μεν πρώτιστα και ύπνου λαγνείης τε και θυμού.
Πρήξεις δ' αισχρόν ποτε μήτε μετ΄'αλλου μητ' αυτός.
πάντων δε μάλιστ' αισχύνεο σαυτόν.
Είτα δικαιοσύνης άσκει έργω τε λόγω τε,
μήτ' αλογίστως σαυτόν έχειν περί μηδέν έθιζε,
αλλά γνώθι μεν ως θανέειν πέπρωται άπασιν,
χρήματα δ' άλλοτε μεν κτάσθαι φιλεί άλλοτε όλεσθαι."

Νεοελληνική απόδοση

Μάθε να συγκρατείσαι πριν απ' όλα
απ' την κοιλιά σου, από τον ύπνο, τη λαγνεία κι απ' τον θυμό.
Και ποτέ μην κάνεις μαζί με άλλον κάτι αισχρό, ούτε μονάχος.
Πάνω από κάυε τι άλλο σέβου τον εαυτό σου.
Ύστερα νάσαι δίκαιος σε λόγια και σε έργα.
Μη συνηθάς αλόγιστα να φέρεσαι στο βίο,
και γνώριζε πως όλοι θα πεθάνουμε μια μέρα.
Στην φύση των χρημάτων είναι άλλοτε να τ' αποκτάς κι άλλοτε να τα χάνεις.

( Πυθαγόρου - Χρυσά Έπη 9 )

Παρασκευή 20 Φεβρουαρίου 2009

Η ΤΕΧΝΗ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ

" ... Όταν περικυκλώνεις έναν εχθρό,
άφησέ του μία διέξοδο ανοικτή.
Αυτό δεν σημαίνει ότι επιτρέπεις
στον εχθρό να διαφύγει.
Ο λόγος είναι ότι πρέπει
να τον κάνεις να πιστέψει
ότι υπάρχει γι' αυτόν ένας ασφαλής
δρόμος διαφυγής, ώστε όταν τον πολεμμήσεις
να μην αντισταθεί με όσο θάρρος
μπορεί να του δ'ωσει η απελπισία..."
Σου Τζού , Η Τέχνη του πολέμου, Εκδόσεις επικοινωνίες, Αθήνα 2002

ΙΣΟΚΡΑΤΗ - ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΙΚΟΣ

Εκείνοι λοιπόν που είχαν τη διοίκηση της πολιτείας κατά την παλαιότερη εποχή, εγκατέστησαν πολίτευμα που δεν είχε μόνον όνομα προσφιλέστατο σ' όλους και γλυκύτατο, ενώ στην πραγματικότητα δεν έδινε την εντύπωση αυτή στους πολιτευόμενους και δεν προετοίμαζε τους πολίτες ώστε να θεωρούν την ακολασία δημοκρατία, την παρανομία ελευθερία, την αθυροστομία ισότητα δικαιωμάτων, ούτε τέλος την εξουσία να κάνουν όλα αυτά ευδαιμονία, αλλά πολίτευμα που παρέδιδε στο μίσος και στην τιμωρία τους ανθρώπους αυτού του είδους και που κατόρθωσε με τον τρόπο αυτό να κάμει όλους τους πολίτες καλύτερους και φρονιμότερους.
Εξαιρετική μάλιστα συμβολή για την καλή διοίκηση της πολιτείας παρείχε το γεγονός ότι, επειδή υπάρχει η δοξασία ότι υπάρχουν δύο είδη ισότητας και ότι η μία απονέμει σ' όλους τα ίδια δικαιώματα και η άλλη ό,τι πρέπει στον καθένα, δεν αγνοούσαν τη χρησιμότερη, αλλ' εκείνην που έδινε τα ίδια δικαιώματα και στους ηθικούς ανθρώπους και στους πονηρούς, την αποδοκίμαζαν, γιατί την θεωρούσαν άδικη, ενώ εκείνην που παρείχε δικαιώματα ανάλογα με την αξία του καθενός και τιμωρούσε πάλι αναλόγως των περιστάσεων, την προτιμούσαν και σύμφωνα μ' αυτήν ρύθμιζαν τη διοίκηση της πολιτείας, και δεν εξέλεγαν τους άρχοντας απ' όλους τους πολίτες ανεξαιρέτως, αλλά για κάθε αξίωμα προέκριναν τον καλύτερο και τον ικανότερο, γιατί νόμιζαν ότι και οι άλλοι πολίτες θα είναι όμοιοι μ' εκείνους που αναλαμβάνουν υπεύθυνα τη διοίκηση των πολιτικών πραγμάτων.
Εκτός αυτού νόμιζαν ότι η εκλογή αυτή των αρχόντων είναι περισσότερο αρεστή στο λαό από την εκλογή που γίνεται διά κλήρου. Γιατί κατά την κλήρωση είναι πολύ ενδεχόμενο να ευνοηθεί από την τύχη και να καταλάβει αξίωμα πολιτικό άνθρωπος με τάσεις ολιγαρχικές, ενώ κατά την πρόκριση των ικανοτέρων πολιτών ο λαός θα είναι ο κυρίαρχος να εκλέξει εκείνους που αγαπούν ξεχωριστά το υφιστάμενο καθεστώς.
Αιτία δε του να είναι αυτά πιο αρεστά στο πλήθος και να μην είναι περιζήτητα τα αξιώματα, ήταν το ότι είχαν αποκτήσει τη συνήθεια να εργάζονται με υπολογισμό και να μη παραμελούν τις δικές τους υποθέσεις, ούτε να κάνουν σχέδια εις βάρος των άλλων, ούτε τέλος να τακτοποιούν τις ατομικές τους υποθέσεις εις βάρος του δημοσίου, αλλ' αντιθέτως από εκείνα που έχει ο καθένας, αν καμιά φορά χρειαστεί, να προσφέρει χάριν των κοινών πραγμάτων και να μην έχουν ακριβέστερη γνώση για τα δημόσια έσοδα παρά για τους δικούς των πόρους.
Απέφευγαν δε τόσο πολύ κάθε ανάμιξή τους στην πολιτική, ώστε ήταν δυσκολότερο να βρη κανείς την εποχή εκείνη αυτούς που είχαν τη διάθεση να γίνουν άρχοντες, παρά σήμερα εκείνους που δεν επιδιώκουν τα αξιώματα. Γιατί δεν θεωρούσαν εμπορική επιχείρηση αλλ' υψηλό υπούργημα τη φροντίδα για τη διοίκηση των κοινών πραγμάτων και δεν πρόσεχαν από την πρώτη ημέρα της αναλήψεως της αρχής αν οι προκάτοχοί τους λησμόνησαν κανένα πλεόνασμα για να το οικειοποιηθούν αυτοί, αλλά πολύ περισσότερο πρόσεχαν αν έδειξαν αδιαφορία για καμίαν υπόθεση που λόγω της επειγούσης φύσεώς της ήταν ανάγκη να ταχτοποιηθεί.
Και για να μιλήσω με συντομία, εκείνοι είχαν τη γνώμη ότι πρέπει ο λαός ως τύραννος να διορίζει τους άρχοντας και να τιμωρεί εκείνους που παρανομούν και να παίρνει αποφάσεις για τα ζητήματα που αμφισβητούνται, εκείνοι δε που είχαν χρόνο διαθέσιμο και αρκετή περιουσία, είχαν τη γνώμη ότι πρέπει να φροντίζουν, ως υπηρέτες, για το συμφέρον των δημοσίων πραγμάτων και, αν αποδειχθούν δίκαιοι, να επαινούνται και να αρκούνται σ' αυτή την τιμή, αν πάλι διοικήσουν κακώς την πολιτεία, να μην ελπίζουν σε καμιά επιείκεια, αλλ' αντιθέτως να τιμωρούνται με την αυστηρότερη ποινή.
Πώς είναι λοιπόν δυνατόν να βρει κανείς στερεότερα θεμελιωμένη ή δικαιότερη δημοκρατία από εκείνην, η οποία αναθέτει στους πιο ικανούς πολίτες την υπεύθυνη διαχείριση της εξουσίας, ενώ συγχρόνως επιβάλλει κυρίαρχο το λαό σ' αυτούς τους ίδιους τους άρχοντες;
Μτφρ. Α.Μ. Γεωργαντόπουλος, Μ. Πρωτοψάλτης & Ι. Ιωαννίδη-Φαληριώτη. [1939] χ.χ. Ισοκράτης. Λόγοι. ΙΙ, Αρεοπαγιτικός, Ευαγόρας, Ελένη, Πλαταϊκός, Περί του ζεύγους. Εισαγωγή, μετάφραση, σχόλια. Αθήνα: Ζαχαρόπουλος.
");
-->

Σχόλια (0) Tags: Αταξινόμητα

ΤΕΛΕΙΩΜΕΝΑ

Μέσα στον φόβο και στές υποψίες,
με ταραγμένο νού και τρομαγμένα μάτια,
λυώνουμε και σχεδιάζουμε το πως να κάμουμε
για να αποφύγουμε τον βέβαιο
τον κίνδυνο που έτσι φρικτά μας απειλεί.
Κι όμως λανθάνουμε, δεν ειν' αυτός στον δρόμο,
ψεύτικα ήσαν τα μυνήματα
( ή δεν τ' ακούσαμε, ή δεν τα νιώσαμε καλά ).
Άλλη καταστροφή, που δεν την φανταζόμεθαν,
εξαφνική, ραγδαία πέφτει επάνω μας,
κι ανέτοιμους - που πια καιρός - μας συνεπαίρνει.

Κ. Π. Καβάφης (1863 - 1933)

ΕΠΙΚΤΗΤΟΥ ΙΕΡΑΠΟΛΙΤΟΥ, ΕΓΧΕΙΡΙΔΙΟΝ

'' ΤΑΡΑΣΣΕΙ ΤΟΥΣ ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ ΟΥ ΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ, ΑΛΛΑ ΤΑ ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΠΡΑΓΜΑΤΩΝ ΔΟΓΜΑΤΑ. ΟΙΟΝ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΟΥΔΕΝ ΔΕΙΝΟΝ, ΕΠΕΙ ΚΑΙ ΣΩΚΡΑΤΕΙ ΑΝ ΕΦΑΙΝΕΤΟ. ΑΛΛΑ ΤΟ ΔΟΓΜΑ ΤΟ ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ, ΔΙΟΤΙ ΕΚΕΙΝΟ ΤΟ ΔΕΙΝΟΝ ΕΣΤΙΝ. ΟΤΑΝ ΟΥΝ ΕΜΠΟΔΙΖΩΜΕΘΑ Ή ΤΑΡΑΣΣΩΜΕΘΑ Ή ΛΥΠΩΜΕΘΑ ΜΗΔΕΠΟΤΕ ΑΛΛΟΝ ΑΙΤΙΩΜΕΘΑ, ΑΛΛ' ΕΑΥΤΟΥΣ, ΤΟΥΤ' ΕΣΤΙ ΤΑ ΕΑΥΤΩΝ ΔΟΓΜΑΤΑ. ΑΠΑΙΔΕΥΤΟΥ ΕΡΓΟΝ ΤΟ ΑΛΛΟΙΣ ΕΓΚΑΛΕΙΝ, ΕΦ' ΟΙΣ ΑΥΤΟΣ ΠΡΑΣΣΕΙ ΚΑΚΩΣ. ΗΡΓΜΕΝΟΥ ΠΑΙΔΕΥΕΣΘΑΙ, ΤΟ ΕΑΥΤΩ. ΠΕΠΑΙΔΕΥΜΕΝΟΥ, ΤΟ ΜΗΤΕ ΑΛΛΩ ΜΗΤΕ ΕΑΥΤΩ.''
Νεοελληνική Απόδοση του κειμένου.
Δεν αναστατώνουν τους ανθρώπους τα πράγματα, αλλά οι γνώμες που αυτοί έχουν σχηματίσει για αυτά. Για παράδειγμα, ο θάνατος δεν είναι κάτι φοβερό, διότι θα φαινόταν τέτοιος και του Σωκράτους εάν όντως ήταν φοβερός, αλλά είναι απλώς φοβερή η ιδέα που έχουμε εμείς για τον θάνατο, επειδή μας φοβίζει. Όταν λοιπόν συναντούμε εμπόδια ή αναστατωνόμαστε ή νοιώθουμε λύπη, ποτέ να μην αποδίδουμε την αιτία σε άλλους παρά μόνο στον εαυτό μας, δηλαδή στις δικές μας γνώμες περί των πραγμάτων. Διότι ο απαίδευτος, κατηγορεί τους άλλους για τα δικά του ατυχήματα. Εκείνος που άρχισε να εκπαιδεύεται κατηγορεί τον εαυτό του, ο πεπαιδευμένος όμως ούτε τους άλλους ούτε τους άλλους.
( Επικτήτου Ιεραπολίτου, Εγχειρίδιον, Εκδόσεις Ανοιχτή Πόλη, 2001, νεοελληνική απόδοση : Β. Ρασσιά )